- γαγγραίνιασμα
- τό1) см. γαγγραίνωσις; 2) омертвение (ткани)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επισφακέλισις — ἐπισφακέλισις, ἡ (Α) το αποτέλεσμα τού επισφακελίζω*, σήψη, φλόγωση, τερηδόνα, γαγγραίνιασμα … Dictionary of Greek